-
1 смотр
-а α.1. (προθτ. на смотру, πλθ. смотры) επιθεώρηση•смотр войскам επιθεώρηση των στρατευμάτων•
смотр атлетов επιθεώρηση αθλητών.
2. (προθτ.) на -ре, πλθ. смотры• επίδειξη•смотр детской художественной самодеятельнисти επίδειξη (παρουσίαση) παιδικής καλλιτεχνικής δραστηριότητας.
-
2 обзор
обзор м в рази. знач. η επιθεώρηση η ανασκόπηση (сжатое сообщение)' международный \обзор η διεθνής ανασκόπηση* * *м в разн. знач.η επιθεώρηση η ανασκόπηση ( сжатое сообщение)междунаро́дныйобзо́р — η διεθνής ανασκόπηση
-
3 обозрение
обозрение с η επισκόπηση, η επιθεώρηση (тж. театр.)' международное \обозрение η διεθνής επισκόπηση* * *сη επισκόπηση, η επιθεώρηση (тж. театр.)междунаро́дное обозре́ние — η διεθνής επισκόπηση
-
4 осмотр
осмотр м η εξέταση, η επιθεώρηση* медицинский \осмотр η ιατρική εξέταση· \осмотр багажа о τελωνειακός έλεγχος* * *мη εξέταση, η επιθεώρησηмедици́нский осмо́тр — η ιατρική εξέταση
осмо́тр багажа́ — ο τελωνειακός έλεγχος
-
5 смотр
-
6 инспектирование
-я ουδ.επιθεώρηση•школы επιθεώρηση του σχολείου.
-
7 развод
-а α.1. βλ. разводка.2. οδήγηση, συνόδευση• μεταφορά.3. τοποθέτηση•развод часовых• развод εγκατάσταση σκοπών.
|| άνοιγμα, απόσπαση, χώρισμα (ενός από το άλλο).4. πολλαπλασιασμός, πλήθυνση•на развод για αναπαραγωγή.
5. (στρατ.)επιθεώρηση•развод караулов επιθεώρηση των φρουρών (πριν την αναχώρηση).
6. διαζύγιο. -
8 бороскоп
το βοροσκόπιο, το σύστημα καθρεπτών για επιθεώρηση των εσωτερικών επιφανειών των σωλήνων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бороскоп
-
9 инспектирование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инспектирование
-
10 обзор
1. (сжатое сообщение ο фактах, событиях и т.п.) η περίληψη, η σύνοψη, η επιθεώρηση, η επισκόπηση, η ανασκόπηση 2. (видимость) ав. η ορατότηταверхний - προς τα επάνω/άνω3. (радиолокационный) η σάρωσηконический - κωνική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обзор
-
11 обследование
1. (проверка) η επιθεώρηση, ο έλεγχος 2. (исследование) η έρευνα, η μελέτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обследование
-
12 освидетельствование
η επιθεώρηση, η εξέταση-ть επιθεωρώ, εξετάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > освидетельствование
-
13 осмотр
1. (внимательное исследование) η επιθεώρηση, η εξέταση, ο έλεγχοςвыборочный - επιλεκτική -, δειγματοληπτική -периодический - περιοδική -, τρέχουσα -регулярный - см. периодический -2. мед. η ιατρική εξέταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осмотр
-
14 переборка
1. (вид ремонта) η επιθεώρηση, η επισκευή με εξάρμωση 2. (перегородка) το διάφραγμα, η φρακτή, разг. το χώρισμαвнутренние - и танков мор. τα εσωτερικά τοιχώματα των δεξαμενώνводонепроницаемая - υδατοστεγανό/υδατοστεγές -3. (πο-лигр.) η επανατοποθέτηση, η ανασύνθεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переборка
-
15 проверка
1. (испытание) η δοκιμή 2. (осмотр) о έλεγχ/ος, η εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проверка
-
16 ревизия
1. (вид профилактики) о έλεγχος, η επιθεώρηση 2. (пересмотр с целью внесения изменений) η αναθεώρηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ревизия
-
17 ревю
(муз., театр.) η επιθεώρηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ревю
-
18 ежемесячник
ежемесяч||никм τό μηνιαΐο[ν] περιοδ'-κό[ν], ἡ μηνιαία ἐπιθεώρηση [-ις]. -
19 инспекция
инсп||екцияж ὁ ἐλεγχος, ἡ ἐπιθεώρηση [-ις]. -
20 обзор
обзо́рм1. (действие) ἡ ἐξέταση [-ις], ἡ ἐπιθεώρηση [-ις]·2. (в газете и т. п.) ἡ ἀνασκόπηση [-ις]:международный \обзор διεθνής ἀνασκόπηση· \обзор печати ἀνασκόπηση τύπου.
См. также в других словарях:
επιθεώρηση — Τύπος θεατρικού έργου με τη συνύπαρξη μουσικής, χορού και πεζού λόγου, που χαρακτηρίζεται από γοργή διαδοχή εικόνων, οι οποίες ξεκινούν από μια κεντρική ιδέα που συνδέει τη μία με την άλλη και από ένα κείμενο με επίκαιρο χαρακτήρα, με… … Dictionary of Greek
επιθεώρηση — η 1. προσεκτική και επιμελημένη εξέταση, λεπτομερής έλεγχος: Υγειονομική επιθεώρηση εστιατορίων. 2. ανώτερη ειδική υπηρεσία που εποπτεύει και ελέγχει την καλή λειτουργία άλλων υπηρεσιών: Επιθεώρηση μέσης εκπαίδευσης. 3. περιοδικό δημοσίευμα που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Επιθεώρηση Τέχνης — Λογοτεχνικό περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα. Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε με την ένδειξη Χριστούγεννα 1954 – Ιανουάριος 1955. Το τελευταίο τεύχος του είναι του Μαρτίου 1967. Υπεύθυνος του περιοδικού ήταν ο Κώστας Πορφύρης. Το εξώφυλλο ενός… … Dictionary of Greek
ἐπιθεωρήσῃ — ἐπιθεωρήσηι , ἐπιθεώρησις contemplation fem dat sg (epic) ἐπιθεωρέω examine over again aor subj mid 2nd sg ἐπιθεωρέω examine over again aor subj act 3rd sg ἐπιθεωρέω examine over again fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζαντινή Επιθεώρηση — Γερμανικό βυζαντινολογικό περιοδικό που εκδόθηκε από τον Κάρλ Κρουμπάχερ το 1892. Το 1910 συνέχισε την επιμέλεια της έκδοσής του ο Βέρνερ Χάιζενμπεργκ. Η έκδοση συνεχίστηκε με επιμελητές κορυφαίους Γερμανούς βυζαντινολόγους. Παράρτημα του… … Dictionary of Greek
Νέα Επιθεώρηση — Τίτλος εντύπων. 1. Μηνιαίο αθηναϊκό περιοδικό (1928 29). Ιδρυτής του ήταν ο Α. Ζεβγάς, (ψευδώνυμο του Αιμ. Χουρμούζιου). Εκπροσωπούσε τα πρωτοποριακά λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ρεύματα. 2. Ημερήσια πολιτική εφημερίδα (1890 96) με έδρα την… … Dictionary of Greek
Νεοελληνική Επιθεώρηση — Πολιτικό, οικονομικό και κοινωνιολογικό περιοδικό (1917 20). Ιδρύθηκε από τον Α. Πουρνάρα με έδρα την Αθήνα … Dictionary of Greek
Νομική Επιθεώρηση — Τίτλος ελληνικών νομικών περιοδικών. 1. Ιδρύθηκε το 1862 από τον Γ. Δασκαλόπουλο. Η έκδοσή του συνεχίστηκε και το επόμενο έτος. 2. Εβδομαδιαίο περιοδικό (1901 1905). Ιδρύθηκε από τον Ι.Δ. Ζέπο, με έδρα την Αθήνα, θεωρείται ένα από τα… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
εφοδεία — η (Α ἐφοδεία και μτγν. και ἐφοδία) [εφοδεύω] 1. απρόοπτη επίσκεψη, επιθεώρηση φρουρών, έφοδος αξιωματικού για επιθεώρηση φρουράς, κυρίως σε νυκτερινές ώρες 2. φυλακή, φρούρηση, περιπολία 3. γεν. επιθεώρηση … Dictionary of Greek